- διττῶς
- δισσόςtwofoldadverbial (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обо˫амо — (6*) нар. 1.С обеих сторон: се сѹть ѡбрази лѹньнии четыре •а҃•ѥ же новоѥ г҃лють(с). мѣсѧчь||ныи наричють. •в҃•ѥ перекрои •г҃•ѥѥ. ѡбо˫амо горбаво. •д҃•ѥ свѣтло. КН 1280, 566а–б; ключисѧ по всемѹ градѹ въскорѣ за д҃нии || •м҃• ˫авлѧтисѧ на въздѹсѣ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διχώς — διχῶς επίρρ. (Α) με δύο τρόπους, διττώς … Dictionary of Greek
παρεξέλεγχος — ὁ, Α [παρεξελέγχομαι] 1. σόφισμα που χρησιμοποιείται στην αναίρεση ή στον έλεγχο γνώμης, σοφιστικός έλεγχος 2. έλεγχος που αποδεικνύει ότι ο αντίπαλος σφάλλει διττώς … Dictionary of Greek